πολιτειολογία

πολιτειολογία
η, Ν
κοινωνική επιστήμη η οποία είχε ως αντικείμενο, γενικά, το κοινωνικό φαινόμενο τής πολιτείας, την ιστορική του εμφάνιση και εξέλιξη, τη νομική και πραγματική οργάνωση και τις μορφές του, καθώς και τις ειδικές μορφές πολιτειών ή μια συγκεκριμένη πολιτεία, επιστήμη τής οποίας το αντικείμενο καλύπτεται σήμερα από διάφορους κλάδους: την πολιτική επιστήμη, την πολιτική κοινωνιολογία, τα συγκριτικά πολιτικά συστήματα, το συνταγματικό δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτεία + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Π. Γουναράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολιτειολογία — η η επιστήμη των πολιτευμάτων: Η πολιτειολογία είναι νομική επιστήμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… …   Dictionary of Greek

  • πολιτειολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικός στην πολιτειολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”